προσεχῶν

προσεχῶν
προσεχής
next to
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσέχων — προσέχω hold to pres part act masc nom sg προσχώννυμι heap upon imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προσχώννυμι heap upon imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въниматисѧ — ВЪНИМА|ТИСѦ2 (10*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1. Думать, полагать, считать: и въ тѹ нощь ѹбьѥнъ бы(с) Валтасаръ Халдѣ˫анинъ и Дарии при˫атъ цр(с)тво. не внімаисѩ, ˫ако, вѣща, своѥю силою при˫атъ ѡц҃ь твои [в др. сп. отъ отець твоихъ] ц(с)ртво и обладати… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вънѧти — (40), ВЪНЬМ|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Услышать, воспринять; усвоить, постигнуть; уразуметь: Иже третьицею приведъ свѣдѣтелѩ. к тому не приводиті. по прѣданьи ѿпущѣнь˫а аще же не вънѩтъ ни же бесѣдова са(мъ) собою. или своимь съглагольникомь свѣдѣтельства.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιτρεπτικός — ή, ό (Α ἐπιτρεπτικός, ή, όν) [επιτρέπω] αυτός που επιτρέπει κάτι, που προτρέπει, παρακινεί («ὁ μὴ προσέχων λόγοις ἐπιτρεπτικοῑς καὶ παιδευτικοῑς», Ωριγ.) νεοελλ. (νομ.) «επιτρεπτικό δίκαιο» το σύνολο τών κανόνων τού ιδιωτικού δικαίου που μπορούν… …   Dictionary of Greek

  • κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… …   Dictionary of Greek

  • κρισιμότητα — η 1. το να βρίσκεται κάποιος ή το να είναι κάτι σε κρίσιμη κατάσταση («η κρισιμότητα τής σχέσης τους έχει γίνει απ όλους αντιληπτή») 2. η σοβαρότητα ενός πράγματος ή ενός γεγονότος («η κρισιμότητα τών προσεχών εκλογών είναι αναμφισβήτητη»).… …   Dictionary of Greek

  • προσεχόντως — Α επίρρ. προσεκτικά, με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσέχων, μτχ. ενεστ. τού προσέχω] …   Dictionary of Greek

  • Μπιουκάναν, Τζέιμς — (James Buchanan, 1791 – 1868). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1856 60). Μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, ασχολήθηκε με την πολιτική και εξελέγη στο Κογκρέσο (1821 31). Το 1833 έγινε γερουσιαστής και υποστήριξε την επεκτατική πολιτική του …   Dictionary of Greek

  • ՀՈՒՊ — (հըպոյ, կամ հպի, ից.) NBH 2 0125 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c, 13c ա. προσέχων, προσεχής proximus, finitimus. (յորմէ Հպիլ. լծ. եւ յն. ի՛բօ շ ʼի ներքոյ. առընթեր.) Մօտաւոր, մերձաւոր, առընթերակայ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄՏԱԴԻՐ — (դրի, րաց.) NBH 2 0303 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 14c ա. προσέχων, νοῦν ἕχων animum adhibens, intendens, obtentus. Որ միտ դնէ. ուշադիր. ուշակալ. զգաստ. փոյթ. *Զգաստիցն եւ մտադրացն առ ʼի յուղղութիւն բաւական է: Ոմն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”